- κολλημένη
- κολλάωglueperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)κολλάωgluepres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακόλλημα — τὸ, Α [παρακολλώ] 1. αυτό που προσκολλάται πάνω σε κάτι και πιθ. κόσμημα από γλυπτό ξύλο προσκολλώμενο πάνω σε έπιπλο 2. (για χορδή κολλημένη σε κύλινδρο) σφίξιμο 3. είδος κολλυρίου … Dictionary of Greek
κροκόδειλοι — Κοινή ονομασία των αντιπροσώπων της τάξης κροκοδείλια. Έχουν όλοι το ίδιο σχήμα σώματος, το οποίο αποτελείται από ένα κεφάλι που βρίσκεται σε οριζόντια θέση μπροστά από το σώμα, τέσσερα κοντά άκρα που εκτείνονται πλευρικά και μία ογκώδη και μυώδη … Dictionary of Greek
ετικέτα — η (λ. γαλλ.) 1. επιγραφή που αναφέρει το περιεχόμενο ή την τιμή του εμπορεύματος πάνω στο οποίο είναι κολλημένη. 2. μτφ., τρόπος κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλ. εθιμοτυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)